- ισόθρους
- ἰσόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ-θρους, κακό-θρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek